- οἰοβουκόλος
- οἰο-βουκόλος, ον,A herdsman of one heifer, i.e. of 10, A.Supp.304.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οιοβουκόλος — οἰοβουκόλος, ον (Α) (ποιητ. τ.) (για τον Αργό που είχε την εντολή να φυλάει την Ιώ) αυτός που βόσκει μία μόνο νεαρή αγελάδα («ποῑον πανόπτην οἰοβουκόλον λέγεις;», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + βουκόλος «βοσκός»] … Dictionary of Greek
οἰοβουκόλον — οἰοβουκόλος herdsman of one heifer masc/fem acc sg οἰοβουκόλος herdsman of one heifer neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)